- υδροπερατός
- η , ό[ν] водопроницаемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδροπερατός — ή, ό, Ν 1. αυτός μέσα από τον οποίο μπορεί να περάσει το νερό 2. το ουδ. ως ουσ. το υδροπερατό η υδροπερατότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + περατός] … Dictionary of Greek
υδροπερατότητα — η, Ν [υδροπερατός] η ιδιότητα τού υδροπερατού … Dictionary of Greek